- ἀπειροπληθές
- ἀπειροπληθήςinfinitely greatmasc/fem voc sgἀπειροπληθήςinfinitely greatneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απειρία — (I) η (AM ἀπειρία) [άπειρος(Ι)] έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα. (II) η (AM ἀπειρία) [άπειρος (II)] το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί αρχ. 1. αιωνιότητα 2. άπειρο διάστημα … Dictionary of Greek